- κοσκινευτήριον
- κοσκῐν-ευτήριον, τό,A winnowing-place, PRyl.215.34 (ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοσκινευτήριον — κοσκινευτήριον, τὸ (Α) [κοσκινεύω] τόπος όπου γίνεται κοσκίνισμα … Dictionary of Greek
-τήριο — τήριον, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη ουδετέρων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία απαντούσε αρχικά σε ουσιαστικά, παράγωγα τών αρσενικών τού δράστη ενέργειας σε τήρ* (ανάλογος είναι και ο σχηματισμός τών επιθέτων σε τήριος, ενώ και ορισμένα ουσ … Dictionary of Greek